- ταννίνη
- η танин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
κοριάρια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κοριαριίδες, με τετραγωνικούς άτριχους βλαστούς, με φύλλα ωοειδή και με μικρά υποπράσινα άνθη, που φυτρώνει στις πλαγιές τών βουνών και τού οποίου οι βλαστοί χρησιμοποιούνται στην… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ταννικός — ή, ό, Ν φρ. «ταννικό οξύ» (χημ) η ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannique (< γαλλ. tannin < ρ. tanner «βυρσοδεψώ»)] … Dictionary of Greek
φουξίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek